- χιλιαρχίας
- χῑλιαρχίᾱς , χιλιαρχίαofficefem acc plχῑλιαρχίᾱς , χιλιαρχίαofficefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
QUADRATUS — I. QUADRATUS Apostolorum discipnlus. Praesul Atheniensis, post Publium. Adriano. Christianos persequenti, apologiam obtulit, addiditque orationem tam insignem, ut Imperatoris animum ad mitiora in flecteret. Hieron. de Scripterib. Baron. A. C. 125 … Hofmann J. Lexicon universale
χιλίαρχος — ο, ΝΜΑ, και χειλίαρχος Α στρ. διοικητής χιλίων ανδρών, χιλιαρχίας νεοελλ. (κατά την εποχή τής Επανάστασης και, ιδίως, τού Καποδίστρια) διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας αρχ. 1. (στους Πέρσες και στους Μακεδόνες) τίτλος αξιωματούχου τής… … Dictionary of Greek
Αγγελίνας, Εμμανουήλ — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Σάμο και ήταν χιλίαρχος της Γ’ χιλιαρχίας Καρλοβασίων Σάμου. Πολέμησε σε όλη την περίοδο του Αγώνα … Dictionary of Greek
Αγγελινίδης, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821, γραμματέας της Γ’ χιλιαρχίας Καρλοβασίων Σάμου. Διετέλεσε και ειρηνοδίκης στη Χαλκίδα … Dictionary of Greek
Ζαχαριάδης, Χρήστος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Κυπαρισσία αλλά ανατράφηκε στη Ζάκυνθο από τους μεγαλέμπορους αδελφούς Στεφάνου. Λεγόταν και Ζαχαρόπουλος. Το 1815 πήγε στην Οδησσό, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Αγωνίστηκε για την ίδρυση του Ιερού Λόχου … Dictionary of Greek